κυκλιακός

κυκλιακός
κυκλ-ιακός, ή, όν, only neut. pl., τὰ κ.
A treatise on the circle, by Philippus of Opus, Suid.s.v. φιλόσοφος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυκλιακός — κυκλιακός, ή, όν (Α) [κύκλος] 1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος τού Φιλίππου τού Οπουντίου …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”